Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Ο δρόμος προς την ελευθερία


Επιβιβάζονται στη βάρκα. Είναι τόσοι πολλοί που δεν υπάρχει χώρος να κάτσεις. Ο ένας κάθεται πάνω στον άλλον. Μεταξύ τους και πολλά παιδιά και βρέφη. Η Ασιά κρατάει στην αγκαλιά της την κόρη της,  9 μηνών. Ψάχνει μέσα στο πλήθος για τον αδερφό της (ο άντρας, οι γονείς της και οι αδερφές της έχουν σκοτωθεί)· τον βρίσκει στην άλλη άκρη του πλοιαρίου να κάθεται δίπλα σε ένα αντρόγυνο που γνώρισαν όταν περάσαν τα σύνορα και στον Τούρκο που τους βοήθησε να κάνουν το ταξίδι.

Με δυο ρούχα σε μια πλαστική τσάντα (συγγενών, όχι δικά τους) και με ένα μωρό στην αγκαλιά, εκείνο το βράδυ μπήκαν στη Τουρκία. Εκεί συναντήθηκαν με ένα Τούρκο, ο οποίος τους υποσχέθηκε πως μπορεί να τους πάει στην Ευρώπη, μέσω της Ελλάδας. Έπειτα, θα ήταν εύκολο, τους είπαν, να πάνε στις βόρειες χώρες της Ευρώπης.  Θα έπρεπε βέβαια να πληρώσουν 4 χιλιάδες δολάρια το άτομο και για το μωρό άλλες δυο. Λεφτά που μάζευαν χρόνια. Τους βοήθησαν βέβαια και κάποιοι συγγενείς, όσοι τέλος πάντων είναι ακόμα ζωντανοί. Μέρες περπατούσαν στη Τουρκία μαζί με άλλους συμπατριώτες τους. Οι άλλες γυναίκες την βοήθησαν πολύ · με αυτοσχέδια αιώρα, φτιαγμένη με ρούχα, κούναγαν επί ώρες το μωρό· μην κλάψει και προδοθεί η παρουσία τους.

Και τώρα είναι τόσο κοντά.. Το γαλάζιο του Αιγαίου την ηρεμεί, γαληνεύουν οι φριχτές αναμνήσεις του εμφυλίου. Οι θάνατοι, οι βομβαρδισμοί, οι εξαφανίσεις αγαπημένων, συγγενών, φίλων και γειτόνων. Νιώθει σχεδόν ελπίδα για το μέλλον της·, τι ξεχασμένο συναίσθημα! Κάτι όμως της διακόπτει τις σκέψεις. Πλοία του Ελληνικού λιμενικού τους πλησιάζουν από μακρυά. Προτού καταλάβει τι ακριβώς γίνεται, ακούει κραυγές και ουρλιαχτά από το πίσω μέρος της βάρκας. Ο Τούρκος έχει τρυπήσει το μεταφορικό τους μέσο και εξαφανίζεται βουτώντας στη θάλασσα. Νερό αρχίζει να πλημμυρίζει τη βάρκα, άνθρωποι πέφτουν στη θάλασσα, μάνες με τα παιδιά τους. Σφίγγει τη κόρη της στην αγκαλιά και ακολουθεί το πλήθος στο μπροστά μέρος . Το λιμενικό είναι ακόμα μακρυά. Θα προλάβουν; Ο αδερφός της που είναι; Το βάρος των ανθρώπων στο μπροστά μέρος της βάρκας επιταχύνει τη βύθιση. Σύντομα είναι μέσα στο νερό με την κόρη της. Το μωρό της κλαίει, ακούει και άλλα παιδιά να κλαίνε και γυναίκες να ουρλιάζουν. Η ίδια δεν ξέρει μπάνιο, προσπαθεί όσο μπορεί να κρατάει το κεφάλι του μωρού της έξω από το νερό. Πνίγεται, κρυώνει. Κάποιος τη σπρώχνει προς τα κάτω προσπαθώντας να κρατηθεί στην επιφάνεια. Η  κόρης της δεν είναι πια στην αγκαλιά της. Ουρλιάζει μέσα στο νερό και η παγωμένη θάλασσα σφυροκοπάει τα πνευμόνια της. Το τέλος. Βλέπει το σπίτι της, τους γονείς της, τον άντρα της. Βλέπει τη γειτονιά της όπως ήταν παλιά, ειρηνική και ήσυχη. Βλέπει γείτονες και συμμαθητές που χάθηκαν. Βλέπει τον άντρα της. Δυο χέρια τη τραβάνε βίαια πάνω σε ένα πλοίο. Δεν έχει ανάσα και δεν καταλαβαίνει τι της λέει ο σωτήρας της. Προσπαθεί να σηκωθεί να βρει τη κόρη της, τον αδερφό της. Μάταια, δεν μπορεί να κουνηθεί. Κοιτάζει γύρω της και βλέπει γνωστές φυσιογνωμίες, όχι όμως την οικογένειά της ή το φιλικό τους ζευγάρι. Πιο δίπλα μια μάνα ουρλιάζει το όνομα του γιου της. 

Σύντομα έφτασαν στη στεριά. Όσο της δίνανε τις πρώτες βοήθειες ρώταγε για το μωρό της και τον αδερφό της. Η νοσοκόμα της χαμογελούσε κουρασμένα αλλά καθησυχαστικά. Δεν καταλάβαινε τι της έλεγε. 
Το μωρό της νεκρό και ο αδερφός της αγνοούμενος.